- πρωτόβαθμος
- -ον, Α(ως προσωνυμία τών αποστόλων Πέτρου και Παύλου) ο πρώτος ως προς τον βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + βαθμός (πρβλ. δεκά-βαθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek